- αερονόμος
- οοπλίτης που υπηρετεί στην αστυνομία τού κλάδου τής Αεροπορίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + νόμος, πρβλ. αστυνόμος, στρατονόμος κ.τ.ό.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αερονομώ — ἀερονομῶ ( έω) (Α) [*ἀερονόμος] κινούμαι στον αέρα … Dictionary of Greek